Αναμνήσεις Μιχάλης Φιλίππου: «Θυμάμαι…»

Μέρος 1ο

Μιχ. Γ Φιλίππου 2

Μ΄ένα βαρύ φορτίο ογδόντα χρόνων στην πλάτη, αποφάσισα σήμερα να γράψω τις γραμμές αυτές.

Γιατί πήρα την απόφαση αυτή;

Γιατί θέλω να ζήσουν κι άλλοι, έστω και νοερά, τις όμορφες στιγμές της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας στο Πορτ-Σαΐτ, στο Πόρτο όπως το λέγαμε. Γιατί θέλω να θυμίσω στους συνομήλικούς μου γεγονότα και πρόσωπα που ίσως ξέχασαν, αλλά που μας σημάδεψαν, γιατί έριχναν συνεχώς ένα φως στην καθημερινή μας ζωή και σμίλεψαν το χαρακτήρα μας και τη συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους.

Δεν φιλοδοξώ να δρέψω δάφνες από την αφήγηση που ακολουθεί. Θα μου αρκούσε ν’ ακούσω από αυτούς που θα τη διαβάσουν να λένε: «….καλά έκανε. Έπρεπε να μείνουν αυτά και γι αυτούς που θα μας ακολουθήσουν». 

Μιχάλης Γ. Φιλίππου

Πορτ Σάιτ. Φωτογραφία εποχής με το μπρούτζινο άγαλμα του Ντε Λεσέψ, στο βάθος ο πανύψηλος φάρος στην είσοδο του λιμανιού της πόλης

Πορτ Σάιτ. Φωτογραφία εποχής με το μπρούτζινο άγαλμα του Ντε Λεσέψ, στο βάθος ο πανύψηλος φάρος στην είσοδο του λιμανιού της πόλης

Απ’ ό,τι μου είπαν, ήταν Τετάρτη απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου του 1927 ης όταν γεννήθηκα στο Πόρτο, έκτο και τελευταίο παιδί μιας αμιγούς Κασιώτικης οικογένειας,  σ’ ένα από τα σπίτια της Εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ όπου έμεναν συνήθως οι Ευρωπαίοι εργάτες της. 

Σ’ αυτό το σπίτι (βρισκόταν στη rue ElTor) μείναμε μέχρι το 1937 .

Σ’ όλα τα σπίτια γύρω μας ζούσαν Έλληνες και προπάντων Κασιώτες. Ήταν μια γειτονιά που έσφυζε από ζωντάνια χάρη στα πολλά παιδιά που είχε κάθε οικογένεια. Ο τρόπος ζωής, τα ήθη και τα έθιμα όλων μας ήταν φερμένα από τη μακρινή πατρίδα και γι αυτό ίσως δεν πολυκαταλαβαίναμε ότι ήμασταν ξένοι σε ξένη χώρα.

Οι πατεράδες έφευγαν πρωί-πρωί για τη δουλειά, τα παιδιά ξεκινούσαμε λίγο πριν από τις οκτώ για το ελληνικό σχολειό και οι μανάδες με τις αδελφές (όσες δεν πήγαιναν σχολείο) άρχιζαν τις δουλειές του νοικοκυριού.

Σχολείο είχαμε εκείνα τα χρόνια πρωί και απόγευμα.  Τελειώναμε στις 4 το απόγευμα. Όταν γυρνούσαμε, πίναμε το τσάι μας, κάναμε γρήγορα-γρήγορα τα μαθήματά μας και ύστερα αρχίζαμε το παιχνίδι. Μπροστά στα σπίτια, τα οικόπεδα ήταν άδεια και απέραντα κι έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα χώρου για τα ομαδικά παιχνίδια. Συνήθως παίζαμε μαντόξυλα, πρώτη ελιά, κρυφτό, μπίλιες, σβούρους, ρόντερ (ένα είδος baseball) και τόσα άλλα παιχνίδια που, δυστυχώς, είναι άγνωστα στα σημερινά παιδιά. Τα παιχνίδια μας ήταν όλα ομαδικά και γι αυτό ίσως αποκτούσαμε αυτόματα το αίσθημα της συμμετοχής του άλλου και της άμιλλας, πράγμα που διαμόρφωνε και τον χαρακτήρα μας για ό,τι αφορά στις σχέσεις μας με συνανθρώπους μας.

Τα σπίτια της Εταιρίας των εργατών στο Πόρτο

Τα σπίτια της Εταιρίας των εργατών στο Πόρτο

Από τους γείτονες μας, θυμάμαι πολύ καλά το Βαγγέλη  Νικολάκη (το γιο του Γιάννη του Φαφαλάτου όπως ήταν γνωστός), τον μεγαλύτερο αδελφό του το Μιχαλάκη (που αργότερα είχε εξελιχθεί σε πολύ καλό ποδοσφαιριστή), το Νικόλα Καταχανά, τα αδέλφια Χριστόφορο και Αντώνη Γαρυλλίδη (ερχόντουσαν συχνά στο θείο τους τον Σκορδή που έμενε λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας).  Αυτοί που ανέφερα ήταν της ίδιας ηλικίας μ’ εμένα  ή  κάπως μεγαλύτεροι. Άλλοι γείτονες μας ήταν η οικογένεια Τσακισίρη (που μετανάστευσαν αργότερα στην Αυστραλία), η οικογένεια Φαρμάκη, η οικογένεια  Μ. Ερωτόκριτου (παππού του σημερινού δημάρχου Κάσου), η οικογένεια Φλωρίδη (που έφυγαν αργότερα για την Κύπρο), η οικογένεια  Α. Διακαντώνη, η οικογένεια Στρατιώτη, η οικογένεια Γ. Βούκενα και πολλοί άλλοι.

Συχνά μας επισκεπτόταν και η πατρική γιαγιά μου, η Σοφίλα (η γιαγιά του Καστελιού όπως τη λέγαμε ), μια ψιλή κι αδύνατη, βέρα Κασιώτισσα που, χήρα πια, είχε έρθει από την Κάσο για να ζήσει με την κόρη της, τη Βιργινία. Έμενε στο Πορτ-Φουάτ (στην «Πέρα Πάντα» όπως τη  λέγαμε) και,  επειδή δεν υπήρχε εκεί ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, ερχόταν στο Πόρτο τα Σαββατοκύριακα για να εκκλησιαστεί στον ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος όπου είχε και το στασίδι με τ’ όνομά της. Όταν έφτανε στο σπίτι μας, τρέχαμε αμέσως να την καλωσορίσουμε φιλώντας της το χέρι. Πάντα μας έφερνε και καραμέλες. Καμιά φορά, για να ευχαριστήσει και το γιο της, τον πατέρα μου, που ήταν και το πιο μικρό από τα έξι παιδιά της, μας έφτιαχνε και πλαστές μακαρούνες με τη σιτάκα. Αξέχαστες γραφικές σκηνές σπιτικής διαβίωσης!

Φωτογραφία εποχής από κάποιο πολυσύχναστο δρόμο του Πόρτου  με ένα ιππήλατο τραμ

Φωτογραφία εποχής από κάποιο πολυσύχναστο δρόμο του Πόρτου με ένα ιππήλατο τραμ

Κοντά στο σπίτι, βρισκόταν ο φούρνος του Α. Σιμέρη, τα μπακάλικα του Β. Σκαλενάκη και του Φώτη Καστρώνη απ’ όπου συνήθως ψωνίζαμε. Θυμάμαι ότι γάλα μας έφερνε ένας Αιγύπτιος που ερχόταν κάθε πρωί με τις κατσίκες του και άρμεγε το γάλα μπροστά στο σπίτι μέσα σε ένα κατσαρόλι που του έδινε η μάνα μου και στο οποίο έβαζε ένα κομμάτι κασέρι για να μην αφρίζει το γάλα την ώρα που το άρμεγε από απόσταση ο γαλατάς (ήταν το κόλπο για να αυξήσει τον όγκο δίνοντας συγχρόνως μικρότερη ποσότητα). Λάδι μας έφερνε ο Φίλιππος ο Μαυρικάκης (ο Φιλίππος ο Λαδάς όπως τον λέγαμε), πετρέλαιο έφερνε ένας Αιγύπτιος με την αραμπίγια (1) του, ενώ, πού και πού,  ερχόταν και ο «μπέλλα-ρόμπας» ένα πλανόδιος έμπορος ρούχων. Εφημερίδες ελληνικές μας έφερνε ο Παπαστάθης που στο ποδήλατό του κρεμόντουσαν δύο μεγάλες μουσαμαδένιες σακούλες γεμάτες εφημερίδες και περιοδικά από την  Ελλάδα. Τον περιμέναμε πώς και πώς για να αγοράσουν οι νεαρές κοπέλες της γειτονιάς το περιοδικό «Το Μπουκέτο» ενώ εμείς οι μικρότεροι αγοράζαμε τη «Μάσκα» ή τα τελευταία τεύχη του Καραγκιόζη  ή  τις περιπέτειες του Νατ Πίνκερτον .

Τα φάρμακά μας τα προμηθευόμασταν από το Νονό μου τον Γιώργη τον Παναγιωτόπουλο που είχε το φαρμακείο Hamidieh στην αραβική συνοικία. 

ΜπουκέτοΕδώ πρέπει οπωσδήποτε ν’ αναφερθεί και ο τρόπος με τον οποίο επισφράγιζαν το καλοκαίρι τις δουλειές τους οι μητέρες και οι μεγάλες αδελφές όλων των οικογενειών που ζούσαν στη γειτονιά μας: μόλις άρχιζε να δύει ο ήλιος και να πέφτει η ζέστη του καλοκαιριού, έβγαιναν οι νοικοκυρές από την εξώπορτα και σκούπιζαν το μέρος του πεζοδρομίου μπροστά από το σπίτι τους. Μετά, έριχναν λίγο νερό που εξατμιζόταν και δρόσιζε κάπως την ατμόσφαιρα. Έβγαιναν σιγά-σιγά οι καρέκλες και τα τραπεζάκια, ο καφές ή   το τσάι ή το γλυκό του κουταλιού, γενικά τα κεράσματα, κι άρχιζαν να μαζεύονται οι παρέες από τις γειτόνισσες η κάθε μια από τις οποίες έφερνε μαζί της και το κέντημα που έκανε. Αυτά όλα βέβαια γίνονταν με τη συνοδεία του απαραίτητου κουτσομπολιού. Εκεί, γίνονταν γνωστά όχι μόνο τα νέα της γειτονιάς, αλλά και της παροικίας. Εκεί κυκλοφορούσαν και τα νέα από την Κάσο.

Maska-nomos-tu-goltΜπροστά σ’ αυτές τις συνάξεις, παίζαμε όλα τα παιδιά τα ομαδικά μας παιχνίδια, μέχρι αργά το βράδυ. Καμιά φορά, οι πιο μεγάλοι από εμάς γείτονες (όπως ο Τάσος ο Τσακισίρης που τώρα μου έρχεται στο νου) έβαζαν εμάς τους μικρότερους  και κάναμε αγώνες δρόμου  ή  άλματα (ύψος – μήκος). Ποτέ δεν μας πείραξε κάποιος από τους πολλούς ιθαγενείς που περνούσαν από εκεί, κανείς δεν μας ενόχλησε. Πολλές φορές, περνάγαμε ώρες ολόκληρες αφηγούμενοι ή ακούγοντας φανταστικές ιστορίες και περιπέτειες.

Περιγράφοντας αυτές τις σκηνές, νιώθω  μια ανείπωτη λύπη για τα σημερινά παιδιά που δεν μπορούν να γνωρίσουν τις στιγμές αυτής της χαράς και της ξεγνοιασιάς. 

Στη νηπιακή μου ηλικία αυτό που μου προξένησε μια δυνατή και ανεξίτηλη εντύπωση ήταν το ταξίδι μας προς την Κάσο, το καλοκαίρι του 1930. Φύγαμε οικογενειακώς, όπως και τόσοι άλλοι συμπατριώτες με το πλοίο «Κασσιανή». Το ’χαν ναυλώσει όλοι οι Κασιώτες που εργάζονταν στην Εταιρεία της Διώρυγας (την «Κουμπανία» όπως τη λέγαμε) και είχαν πάρει την προπληρωμένη κανονική ανά διετία  ή  τριετία άδεια για ταξίδι στον τόπο καταγωγής τους (το ονομαζόμενο «κονζέ»). Ήταν κι αυτό ένα από τα πολλά πλεονεκτήματα που έδινε απλόχερα τότε η Εταιρεία στους εργάτες και υπαλλήλους της.

Άλλη μια όψη του λιμανιού της πόλης του Πόρτου από φωτογραφία εποχής

Άλλη μια όψη του λιμανιού της πόλης του Πόρτου από φωτογραφία εποχής

Ταξιδέψαμε βέβαια κατάστρωμα γιατί καμπίνες δεν υπήρχαν σ’ αυτό το πλοίο. Κοιμόμασταν πάνω στα στρωσίδια που μεταφέραμε μαζί με τις άλλες αποσκευές και τρώγαμε τα φαγητά που είχαν ετοιμάσει οι γονείς μας για το διήμερο αυτό ταξίδι (κεφτέδες, λαχανοπίτια, ξυλικόπιτες κ.α. ).

Στην Κάσο, μείναμε σε νοικιασμένο σπίτι στην Αγία Μαρίνα και θυμάμαι ότι κοντά στο σπίτι αυτό υπήρχε ένας φούρνος που ανήκε σ’ έναν Κρητικό, τον Σηφάκη, που ήταν ντυμένος με μαύρη βράκα και είχε το κεφάλι του δεμένο με ένα σαρίκι ή κεφαλομάντηλο. Το περίεργο είναι ότι, 75 περίπου χρόνια αργότερα, ξαναείδα και αναγνώρισα αυτόν το φούρνο που υπάρχει ακόμη και βρίσκεται πολύ κοντά στο σπίτι που αξιώθηκα ν’ αγοράσω στην Κάσο το 1990. 

Άλλη εντύπωση από την Κάσο, αξέχαστη κι αυτή, ήταν το φαγοπότι σε μια γιορτή (πανηγύρι ή γάμος;) όπου άκουσα για πρώτη φορά μαντινάδες με συνοδεία λύρας και λαούτου.

Αξίζει να αναφέρω ότι την ίδια εποχή (αρχές του 1930), κυκλοφορούσε στο Πόρτο ένα ιππήλατο τραμ που  έκανε τη διαδρομή από την αραβική συνοικία (τα «αράπικα» όπως λέγαμε) και διαμέσου της οδού DeLesseps, που περνούσε μπροστά από το ελληνικό σχολείο, κατέληγε στην πλατεία DeLesseps, απέναντι από τη μετέπειτα ανεγερθείσα πολυκατοικία των αδελφών Μαστρανδρέα.

Η συνέχεια την επόμενη Κυριακή


(1)  Καρότσι-βυτιοφόρο που το έσερνε ένα άλογο 

ΠΡΟΣΟΧΗ:

Το σύνολο του περιεχομένου και των υπηρεσιών του site διατίθεται στους επισκέπτες αυστηρά για προσωπική χρήση.

Απαγορεύεται η αντιγραφή του – χρήση ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο, μετά ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.

Παρακαλούνται οι διαχειριστές των ενημερωτικών site που αναπαράγουν ειδήσεις ή ιστορικά θέματα από τη Νέα «Φωνή της Κάσου» να αναρτούν στο εξής μόνον τον τίτλο του θέματος ή μέρος της είδησης και να παραπέμπουν με ενεργό link στην ιστοσελίδα μας.

Για δική τους διευκόλυνση, τους παρέχουμε τον ενεργό σύνδεσμο. 

https://kasosnews.wordpress.com/

Η Νέα «Φωνή της Κάσου» επιφυλάσσεται σε αντίθετη περίπτωση στην άσκηση κάθε ένδικου μέσου σε βάρος αυτών που θα παραβιάσουν τους κανόνες περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

About mkskoulios

Editor, researcher, writer
This entry was posted in Αναμνήσεις, Πρόλογος. Bookmark the permalink.