Γράφει ο Γιώργος Βαξεβανίδης
Μπήκαμε στη Μεγάλη Εβδομάδα. Κυρίαρχο γεγονός είναι σ’ αυτήν η Σταύρωση. Θέμα επίκαιρο γιατί και ο λαός μας σταυρώνεται στις μέρες μας.
Ο Θεός της αγάπης ανέβηκε τότε στο Σταυρό για τη δική μας σωτηρία. Εμείς ας κατέβουμε από τον άμβωνα της πρόσφατης αλαζονείας για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε αυτό το υπερβατικό γεγονός.
Αισθάνομαι πολύ μεγάλη ευθύνη γιατί θα αναφερθώ σε ένα θέμα, στο οποίο η ψυχή μας πρέπει να προσέρχεται με δέος και με ευλάβεια και ο λογισμός μας να κλίνει το γόνυ.
Από το Μέγα Γεγονός της Σταύρωσης, διάλεξα τη φράση «Ηλί, Ηλί, Λαμά Σαβαχθανί», (Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες), σαν εκκίνηση. Είναι η περισσότερο αμφιλεγόμενη. Πολλούς θεολόγους έχει φέρει σε δύσκολη θέση και το ερώτημα: πως ο Υιός του Θεού κλείνει τον κύκλο της παρουσίας Του στη γη με μια τέτοια έκφραση απελπισίας, υπήρξε το βάθρο για την ανάδειξη των υβριστών Του.
Το ερώτημα δεν είναι καινούργιο. Οι ίδιοι οι μαθητές Του, μετά τη σύνταξη των δύο πρώτων Ευαγγελίων από τον Ματθαίο και τον Μάρκο αντελήφθησαν ότι η φράση αυτή μπορούσε να παρεξηγηθεί από το λαό και στα επόμενα την άλλαξαν. Ο Λουκάς έγραψε ότι ο Ιησούς είπε: «Πάτερ μου εις χείρας Σου παραδίδω το πνεύμα μου» ενώ ο Ιωάννης αναφέρει ότι αναφώνησε: «Τετέλεσται και κλίνας την κεφαλήν παρέδωσε το πνεύμα.»
Η θεολογική άποψη είναι ότι ο Εσταυρωμένος, όπως ήταν τέλειος Θεός ήταν και τέλειος άνθρωπος. Και η συγκεκριμένη φράση εκφράζει τον άνθρωπο.
Έχω μια διαφορετική άποψη. Δεν πιστεύω ότι ο Ιησούς λύγισε. Και θα ζητήσω την επιείκειά σας για την φτώχια της επιχειρηματολογίας μου ενώ θα επιχειρώ προσέγγιση στο θέμα.
Συντάσσομαι με την άποψη του Αμερικανού ψυχαναλυτή και κοινωνικού φιλοσόφου Έριχ Φρόμ, ο οποίος δεν δέχεται τη φράση αυτή σαν έκφραση απελπισίας και οδύνης. Στο βιβλίο του «Και ως θεοί έσεσθε» γράφει ότι στην εβραϊκή παράδοση, τα βιβλία της Πεντατεύχου, τα εβδομαδιαία κομμάτια τους ή μερικές προσευχές αναφέρονται στην Αγία Γραφή με την πρώτη κύρια λέξη ή πρόταση. Φαίνεται λοιπόν, παρατηρεί, ότι κατά την εποχή των πρώτων Ευαγγελίων ο ψαλμός ΚΒ΄ -που σημειωτέον κυριαρχεί σ’ όλο το Θείο Πάθος- αναφερόταν, με την πρώτη κύρια πρόταση, σύμφωνα με τη συνήθεια. Έτσι ο Ιησούς κατά την επιθανάτιο αγωνία απάγγειλε τον ΚΒ΄ Ψαλμό, που αρχίζει μεν με απελπισία αλλά τελειώνει με ενθουσιαστική διάθεση πίστης και ελπίδας.
Ο ψαλμός αυτός τελειώνει ως εξής: «Οι μεταγενέστεροι θέλουσι δουλεύσει Αυτόν. Θέλουσι αναγραφεί εις τον Κύριον ως γενεά Αυτού. Θέλουσιν ελθεί και αναγγείλει την δικαιοσύνην Αυτού προς τον λαόν, όστις μέλλει να γεννηθεί διότι Αυτός έκαμε τούτο».
Με την άποψη αυτή συμφωνούν ο Ιούστος, που μαρτύρησε το δεύτερο αιώνα, σε συνομιλία του με τον αγιασθέντα Τρύφωνα, ο δυτικός θεολόγος Κ. Χ. Ντοτ, στο έργο του «Σύμφωνα με τις γραφές» ενώ ο Ρώλινσον αναφέρει ότι ο ψαλμός αυτός, σα σύνολο, είναι ο ψαλμός ενός ανθρώπου που υποφέρει αλλά είναι βέβαιος για την αγάπη και την προστασία του Θεού.
Με την άποψη αυτών που προανέφερα ταιριάζει και μια άλλη θεολογική, που θέλει τον πόνο και την απελπισία να οδηγούν σε αποφάσεις για νέους αγώνες προς την τελείωση.
Είναι μια ερμηνεία, που νομίζω ότι στέκει. Άλλοι μπορεί να πουν ότι αποτελεί μια δικαιολόγηση, μια απάντηση προς τους προβληματισμένους απλοϊκούς ή τους ασεβείς εκείνους που χρησιμοποίησαν την ύβρη για να προβάλλουν εαυτούς.
Αυτοί οι τελευταίοι επικαλούνται ότι το Ταλμούδ αναφέρει πως ο ραβίνος Ακίμπα, την ώρα που βασανιζόταν χαμογελούσε κι όταν ο Ρωμαίος στρατηγός τον ρώτησε γιατί χαμογελά απάντησε: «Σ’ όλη μου τη ζωή προσευχόμουν: Να αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά, με όλη σου την ψυχή, με όλη σου τη δύναμη. Ποτέ δεν μπόρεσα να τον αγαπήσω με όλη μου την ψυχή όπως τώρα. Να γιατί είμαι ευτυχισμένος».
Είναι γεγονός ότι η καταγραφή αυτή δεν είναι μοναδική. Δεκάδες είναι οι Μάρτυρες που αντιμετώπισαν στωικά το θάνατο στο όνομα Εκείνου, χωρίς να λυγίσουν.
Ας προσπαθήσουμε τώρα να δούμε τη δυική φύση του Πάσχοντος γιατί, καθώς πιστεύω, μόνο έτσι θα κατανοήσουμε το « Ηλί, Ηλί, Λαμά Σαβαχθανί».
Από Θεού, λοιπόν, άρξασθαι.
Θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε σε δεκάδες εδάφια της Καινής Διαθήκης είτε περιγραφικά, που κατατίθενται από τους Αποστόλους, είτε άλλα που περιέχουν φράσεις του ιδίου του Ιησού, από τα οποία καταφαίνεται η Θεία Φύση. Αλλά για λόγους οικονομίας θα αναφερθώ μόνο στα τελευταία λόγια, των οκτώ φράσεων που είπε Εκείνος ενώ βρισκόταν επάνω στο Σταυρό.
Κι ας αρχίσουμε από τη στάση Του απέναντι στους σταυρωτές του.
«Πάτερ, λέει, άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Δεν μιλούσε ο άνθρωπος αλλά ο Θεός. Ο Θεός της συγνώμης, ο οποίος συγχωρεί εκείνους που Τον λοιδόρησαν, με το να Τον περιβάλουν με ψευδή πορφύρα. Εκείνους που Τον βασάνισαν, Τον μαστίγωσαν με το φραγγέλιο και Τον στεφάνωσαν με το αγκάθινο στεφάνι. Συγχωρεί εκείνους που Τον φτύσανε και, τέλος, που Τον καθήλωσαν επάνω στο Σταυρό.
Κατανοεί ότι δεν γνωρίζουν τι κάνουν. Ότι περίμεναν Μεσσία -ακόμη και οι Απόστολοι- για να τους γλιτώσει από τους Ρωμαίους και πίστευαν πως ο Ιησούς υπέκλεψε τη θέση του στις προσδοκίες τους. Ζητούσαν οφθαλμόν αντί οφθαλμού και Εκείνος κήρυσσε το αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Τον υποδέχθηκαν με τα βάγια σαν ελευθερωτή κι εκείνος κατέληξε υπόδικος.Δεν κατάλαβαν ότι αποστολή Του ήταν να ελευθερώσει τον εσώτερο εαυτό, την ψυχή και όχι την επίγεια πατρίδα τους.
Αυτό προκάλεσε την οργή, τις σφιγμένες γροθιές και το «ουά». Προκάλεσε ακόμη και την ηδονή για την οδύνη Του, όταν η αγάπη προς τον άνθρωπο βρέθηκε υπόδικη.
Το «άφες αυτοίς» όμως είναι εκδήλωση νίκης και θείας υπεροχής, αν αναλογιστεί κανείς την προδοσία, τους εμπτυσμούς, τη μαστίγωση, τη λοιδορία.
Κι όταν ο ένας από τους ληστές δέχεται τη Θεία Φώτιση ότι η βασιλεία «ουκ έστι του κόσμου τούτου» και ξεσπά στο «μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου», η Θεϊκή Φύση, με την υπερβατική εξουσία, απαντά: «Αμήν λέγω συ. Σήμερον μετ’ εμού έσει εν τω Παραδείσω». Η φώτιση μετατρέπει το ληστή σε Πρώτο Πολίτη του Παραδείσου. Ούτε η Υπεραγία Θεοτόκος, ούτε οι Απόστολοι, ούτε οι μάρτυρες. Πρώτος Πολίτης ο ληστής. Ο φωτισμένος.
Κι ακόμη ότι σε κάποια στιγμή, Εκείνος, γνωρίζοντας ότι αρχίζει ο διαχωρισμός του Θείου από το ανθρώπινο -γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τέλος- απευθύνεται στη μητέρα Του και της λέει: «Γύνε, ιδού ο υιός σου» και στρέφοντας προς τον «μαθητή ον ηγάπα», τον Ιωάννη του λέει: «Ιδού η μήτηρ σου».
Τώρα, είναι η στιγμή του χωρισμού. Ο Ιησούς, απευθυνόμενος προς το Θεό, λέει: «Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου». Τον αποκαλεί Πατέρα γιατί αποχωρίζεται από το ανθρώπινο και επανέρχεται στο Ουράνιο, στο υπερβατικό, στην ένωση με τον Πατέρα Δημιουργό.
Πριν από το διαχωρισμό, όμως, ο Ιησούς εκπροσωπούσε όλη την ανθρωπότητα. Και η θυσία δεν υπήρχε περίπτωση να έχει το πραγματικό ύψος εάν το «Σφάγιο» αποχωριζόταν την ανθρώπινη υπόσταση και δεν μεταβαλλόταν σε υποκείμενο πόνου, απελπισίας, ταπείνωσης.
Πραγματικά Μεγάλες εκείνες οι Ώρες του Σταυρού. Οι ώρες που ο Θεός άφησε να δοκιμάσει ο άνθρωπος Ιησούς όλη την οργή της Θείας Δικαιοσύνης κατά της αμαρτίας της ανθρωπότητας. Αλλά και ώρες ενδεικτικές ότι η διαταραχθείσα Κοσμική Αρμονία έβαινε σε αποκατάστασή της.
Ο Ιησούς, υποδέχθηκε την πανανθρώπινη διατάραξη της κοσμικής αρμονίας. Και ως «ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου», και με τη μετάβασή του στο Θείο, αποκατέστησε την αρμονία αλλά με κοσμική ένταση. Και «από ώρας έκτης έως ώρας ενάτης σκότος εγένετο επί πάσαν την γην», λένε οι Απόστολοι. Γεγονός που έκανε Αθηναίο φιλόσοφο να πει: «Ή Θεός πάσχει ή το παν απώληται». (Αν δεν με απατά η μνήμη πρέπει να ήταν ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης).
Πέρασαν δυο χιλιάδες χρόνια από τότε. Οι άνθρωποι περιμένουν και πάλι το Μεσσία όχι για να απελευθερώσει την πατρίδα τους αλλά για να τους χαρίσει υλικά αγαθά, ευδαιμονία και ευτυχία. Ο Μεσσίας είναι ανάμεσά τους κι αυτοί, προσηλωμένοι στην ύλη, συνεχίζουν να τον σταυρώνουν. Να διαταράσσουν την Κοσμική Αρμονία. Λησμονούν ότι πάντα τα επίγεια «σκιάς ασθενέστερα». Κι ότι μόνο η ψυχή μπορεί να προσδοκά την Ανάσταση. Την επανένωση με το θείο.
Έτσι το «Ηλί, Ηλί, Λαμά Σαβαχθανί» είναι η αιώνια ανθρώπινη κραυγή, κατά τις ώρες που ο ανίσχυρος άνθρωπος υποφέρει μονάχος και αδυνατεί να σηκώσει το βάρος όσων ο ίδιος ή ο μικρόκοσμος συσσώρευσε σ’ αυτόν. Μια κραυγή που σήμερα κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του λαού μας. Στον απλό κόσμο που «φωνάζει» Θεέ μου γιατί μας εγκατέλειψες.
Ας δούμε, λοιπόν, τη φράση αυτή της οδύνης σαν την αρχή του διθυραμβικού Ύμνου, που προανέφερα. Και ας ευχηθούμε να ξαναβρούμε την χαμένη ελπίδα πως θα έρθει για τον καθένα και το λαό μας η λύτρωση από τα δεινά που τον κατατρύχουν. Η δική μας ανάσταση.
Είθε.